- ὑπαμειφθήσεσθαι
- ὑπό-ἀμείβωchangefut inf pass
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπαμείβω — Α 1. μεταβάλλω, μετατρέπω, αλλάζω («τὸ τεθνηκός τε καὶ κείμενον εἰς ἀθανάτου φύσιν ὑπαμειφθήσεσθαι», Γρηγ. Νύσσ.) 2. φρ. «πόντον ὑπαμείβομαι» επιβιβάζομαι σε πλοίο και ταξιδεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀμείβω «αλλάζω»] … Dictionary of Greek